usitée - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

usitée - translation to ρωσικά


usitée      
{ adj } ({ fém } от usité)
usité      
{ adj } ({ fém } - usitée)
1) употребительный, обычный
peu usité — малоупотребительный, редкий
2) используемый
être usité — употребляться, быть в ходу
usité      
употребительный ; употребляемый ;
peu usité - малоупотребительный;
ce mot est usité par les meilleurs écrivains - это слово употребляется лучшими писателями [встречается у лучших писателей]
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για usitée
1. " Je ne fais que reprendre la terminologie usitée par lONS.
2. L‘éclatement de la bulle des actions met ŕ mal la stratégie long/short, la plus usitée.
3. Restent cependant 53 employés qui seront licenciés «dans le pire des cas», selon la formule usitée.
4. Son avocat, Me Guido Ehrler a alors choisi une procédure peu usitée et s‘est adressé au CAT.
5. Actuellement cest le bilatéralisme inter gouvernemental qui demeure la forme prépondérante (mais non exclusive) usitée dans les échanges de droits de trafic aérien entre Etats.